αἱματηρός

αἱματηρός
αἱμᾰτηρός, ά, όν (ός, όν E.Or.962):—
A bloodstained,

χεῖπες S.Ant. 975

(lyr.);

ξίφος E.Ph.625

; ὄμμα bloodshot, Id.IA 381; φλὸξ αἱματηρὰ κἀπὸ . .δρυός, i.e. ἀφ' αἵματος καὶ δρυός, fed by the blood of the victim and the wood, S.Tr.766: esp. bloody, murderous, πνεῦμα A Eu. 137;

τεῦχος Id.Ag.815

;

θηγάναι Id.Eu.859

;

ὀμμάτων διαφθοραί S.OC 552

; στόνος caused by the blood-reeking wound, Id.Ph.694 (lyr.).
II of blood,

μένος A.Ag.1067

; σταγόνες gouts of blood, E.Ph.1415;

αἱ. ῥοῦς Hp.Coac.502

; αἱ. φλέβες conueying blood, Philostr.VA8.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αἱματηρός — bloodstained masc nom sg αἱματηρός bloodstained masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιματηρός — ή, ό (Α αἱματηρός, όν και ός, ά, όν) νεοελλ. 1. αυτός που είναι γεμάτος ή που περιέχει αίμα (π. χ. φλέγματα ή κόπρανα) ή που αιμορραγεί (τραύματα) 2. (για συμπλοκές, ατυχήματα κ.λπ.) αιματοβαμμένος, φονικός, θανατηφόρος 3. επίμοχθος, σκληρός,… …   Dictionary of Greek

  • αιματηρός, -ή — ό 1. γεμάτος αίμα: Σήμερα ο άρρωστος είχε αιματηρά φλέγματα. 2. αυτός που κάνει να τρέξει αίμα: Η σύγκρουση ήταν αιματηρή. 3. ο υπερβολικά πιεστικός: Τον τελευταίο καιρό κάνουμε αιματηρές οικονομίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἱματηρά — αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc pl αἱματηρά̱ , αἱματηρός bloodstained fem nom/voc/acc dual αἱματηρά̱ , αἱματηρός bloodstained fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματηρόν — αἱματηρός bloodstained masc acc sg αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc sg αἱματηρός bloodstained masc/fem acc sg αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματηρῶν — αἱματηρός bloodstained fem gen pl αἱματηρός bloodstained masc/neut gen pl αἱματηρός bloodstained masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματηροτέροις — αἱματηρός bloodstained masc/neut dat comp pl αἱματηρός bloodstained masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματηροί — αἱματηρός bloodstained masc nom/voc pl αἱματηρός bloodstained masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματηροῦ — αἱματηρός bloodstained masc/neut gen sg αἱματηρός bloodstained masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματηρούς — αἱματηρός bloodstained masc acc pl αἱματηρός bloodstained masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματηρῷ — αἱματηρός bloodstained masc/neut dat sg αἱματηρός bloodstained masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”